- ἀκαταστασίας
- ἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασίαinstabilityfem acc plἀκαταστασίᾱς , ἀκαταστασίαinstabilityfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неоустроѥниѥ — НЕОУСТРОѤНИ|Ѥ (5*), ˫А с. Беспорядок, неустроенность: тѣмь бо азъ кюрилъ. смѣреныи митрополитъ все˫а рѹси. многа ѹбо видѣниѥмь и слышаниѥмь. неɤстро||ѥниѥ цр(к)вахъ. ѡво сице дьржаща ѡво инако несъгласi˫а многа и грубости. или неѹстроѥниѥмь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
несъставлениѥ — НЕСЪСТАВЛЕНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Смятение, волнение: н҃нѧ не имамъ пребывани˫а ѿ несъставлени˫а всего мира. (ἐκ τῆς ἀκαταστασίας) ФСт XIV, 5а. Ср. съставлениѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подвигноутисѧ — ПОДВИГН|ОУТИСѦ (170), ОУСѦ, ЕТЬСѦ гл. 1.Прийти в движение, сдвинуться с места, переместиться; поколебаться: не подвижесѧ рака съ мѣста || своѥго. ПрЛ 1282, 23а–б; Аще бывъшее дѣло. ѿ труса подвигнетьсѧ. наимовавъшему есть бѣда. КР 1284, 296в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
μαλλί — Κοινή ονομασία για το έριο, υφαντική ίνα η οποία λαμβάνεται κυρίως από το τρίχωμα του προβάτου, αλλά και άλλων μηρυκαστικών θηλαστικών όπως το μ. αλπακά, βικούνιας, λάμας, καμήλας, καθώς και το μ. μοχέρ (από την capra angorensis) και κασμίρ (από… … Dictionary of Greek
παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι … Dictionary of Greek